- ἐξαλάπαξας
- ἐξᾱλάπαξας , ἐξαλαπάζωsackaor ind act 2nd sg (doric aeolic)ἐξαλαπάζωsackaor ind act 2nd sg (homeric ionic)ἐξαλαπάζωsackaor ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξαλαπάξας — ἐξαλαπάξᾱς , ἐξαλαπάζω sack aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐξαλαπάξᾱς , ἐξαλαπάζω sack aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαλαπάζω — ἐξαλαπάζω (Α) [αλαπάζω] 1. λεηλατώ, ερημώνω («πόλιν Τροίην εύτύχεον ἐξαλαπάξαι», Ομ. Ιλ.) 2. καταστρέφω, αφανίζω («ἐξαλαπάξειν νῆας», Ομ. Ιλ.) 3. εκκενώνω μια πόλη για να εγκαταστήσω σ αυτή νέους κατοίκους («μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας», Ομ. Οδ.) 4.… … Dictionary of Greek
περιναιετάω — Α 1. κατοικώ ολόγυρα («ἄλλους τ αἰδέσθητε περικτίονας ἀνθρώπους, οἵ περιναιετάουσι», Ομ. Οδ.) 2. (για πόλη) βρίσκομαι ολόγυρα («μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας, αἵ περιναιετάουσι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ναιετάω «οικώ, διαμένω»] … Dictionary of Greek